- εύπλαστος
- -η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].
Dictionary of Greek. 2013.